- ρυγχωτός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει ρύγχος.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρυγχωτά (ή ρυγχοφόρα), τάξη εντόμων που έχουν ρύγχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρυγχωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει ρύγχος, ο ρυγχοφόρος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρυγχωτά άλλη ονομασία τής τάξης εντόμων ημίπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + κατάλ. ωτός (πρβλ. τριχ ωτός). Η λ. με τις επιστημονικές της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
ρυγχωτά — τα, Ν ζωολ. βλ. ρυγχωτός … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek